- περιχειλώνω
- περιχειλῶ, -όω, ΝΜΑπεριβάλλω κάτι ολόγυρα με χείλη, με ταινία από διαφορετικό υλικό (α. «περιχειλώνω το τραπεζομάντηλο» — προσθέτω στις άκρες τού τραπεζομάντηλου μπορντούραβ. «περιχειλώσας σιδήρῳ, ὡς ἄν μὴ σκεδαννύωνται οἱ λίθοι, Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + χειλῶ (< χεῖλος)].
Dictionary of Greek. 2013.