περιχειλώνω

περιχειλώνω
περιχειλῶ, -όω, ΝΜΑ
περιβάλλω κάτι ολόγυρα με χείλη, με ταινία από διαφορετικό υλικό (α. «περιχειλώνω το τραπεζομάντηλο» — προσθέτω στις άκρες τού τραπεζομάντηλου μπορντούρα
β. «περιχειλώσας σιδήρῳ, ὡς ἄν μὴ σκεδαννύωνται οἱ λίθοι, Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + χειλῶ (< χεῖλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιχείλωμα — το, Ν η μπορντούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιχειλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Γερ. Μαυρογιάννη] …   Dictionary of Greek

  • περιχείλωση — η, Ν·1. η ύφανση, το ράψιμο ή το κέντημα μπορντούρας γύρω γύρω σε ύφασμα ή ένδυμα 2. η διαμόρφωση χείλους στα άκρα μεταλλικών σκευών ή ελασμάτων με κύρτωσή τους 3. η μπορντούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιχειλώνω. Η λ., στον λόγιο τ. περιχείλωσις,… …   Dictionary of Greek

  • χειλώ — όω, ΜΑ [χεῑλος] περιβάλλω κάτι ολόγυρα με χείλη, με ταινία από διαφορετικό υλικό, περιχειλώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”